χοωποίησις

χοωποίησις
-ήσεως, ἡ, Α
βλ. χοοποίησις.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • χοοποίησις — και χοωποίησις, ήσεως, ἡ, Α κατεργασία με τήξη. [ΕΤΥΜΟΛ. < χόος /χοῦς (ΙΙ) «μίγμα, συγχώνευση» + ποίησις (< ποιῶ*)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”